μυώδους

μυώδους
μυώδης
mouse-like
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ατονία — Χαλάρωση των συσταλτών ιστών του οργανισμού που οφείλεται σε συγγενή ή επίκτητα αίτια και προκαλεί ελάττωση της λειτουργικότητας του σχετικού οργάνου, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην α. του στομάχου, του εντέρου και άλλων. * * * η (AM… …   Dictionary of Greek

  • ανίνγκα — (anninga). Γένος πελεκανομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανινγκιδών. Ζουν στις θερμές περιοχές του πλανήτη μας, σε μέρη όπου υπάρχουν ποτάμια ή λίμνες. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 95 εκ., ενώ οι φτερούγες τα 35 εκ. Μοιάζουν πάρα πολύ με …   Dictionary of Greek

  • δακτυλιοσκώληκες — Φύλο σκωληκομόρφων ζώων με κυλινδρικό σχήμα. Το σώμα τους εμφανίζει μεταμερική δομή, αποτελείται δηλαδή από πολλά δακτυλιοειδή τμήματα (ή μεταμερίδια), σε καθένα από τα οποία υπάρχει μια εσωτερική κοιλότητα που καθεμία περιέχει τα ίδια όργανα. Σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”